Η ενδοοικογενειακή βία αποτελεί ένα φαινόμενο χρόνιο και σύνθετο, το οποίο αφορά όλα τα κοινωνικά και οικονομικά στρώματα και εξελίχθηκε μέχρι πρόσφατα μεταξύ σιωπής, ανοχής και συγκάλυψης στο όνομα της «οικογενειακής συνοχής». Περιλαμβάνει μία σειρά από διαφορετικής βαρύτητας εγκληματικές συμπεριφορές όπως την λεκτική, την σωματική, την ψυχολογική βία ή ακόμη και την παραμέληση (έλλειψη φροντίδας, στέρηση ιατρικής περίθαλψης ή εκπαίδευσης).
Με τον Ν 3500/2006 τυποποιήθηκαν σε αυτοτελώς τιμωρούμενες εγκληματικές πράξεις οι βίαιες μορφές συμπεριφοράς που καταγράφονται στο πλαίσιο του οικογενειακού βίου κατά των προσώπων που βρίσκονται σε ευάλωτη θέση εντός της οικογένειας.
Οικογένεια νοείται στον παρόν νόμο η εν ευρεία έννοια οικογένεια περιλαμβάνοντας υπό την έννοια αυτή τους συζύγους, τους γονείς και συγγενείς 1ου και 2ου βαθμού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, τα εξ υιοθεσίας τέκνα, τους συγγενείς εξ αίματος και εξ αγχιστείας μέχρι τετάρτου βαθμού, τους δικαστικούς συμπαραστάτες, τους αναδόχους γονείς (εφόσον συνοικούν), κάθε ανήλικο πρόσωπο που συνοικεί με την οικογένεια, τους μόνιμους συντρόφους εκτός γάμου και τα τέκνα τους που συνοικούν με την οικογένεια.
Θύμα μπορεί να είναι:
- το πρόσωπο που ανήκει στην οικογένεια εις βάρος του οποίου τελούνται οι πράξεις βίας και
- σε κάθε περίπτωση ο ανήλικος ακόμη και όταν οι σχετικές πράξεις δεν στρέφονται εναντίον του αλλά τελούνται ενώπιον του καθώς οι πράξεις ενδοοικογενειακής βίας επιδρούν αρνητικά στην ψυχοκοινωνική εξέλιξη των ανηλίκων με κίνδυνο να διαιωνίζεται το φαινόμενο «η βία γεννά βία».
Για πρώτη φορά η άσκηση ενδοοικογενειακής βίας συνιστά πλέον τεκμήριο κλονισμού του γάμου και βασικό λόγο διαζυγίου. Εξομοιώνεται δηλαδή με την διγαμία, την μοιχεία και την επιβουλή της ζωής του άλλου.
Η σωματική βία σε βάρος των παιδιών δεν αποτελεί επιτρεπτό μέτρο σωφρονισμού αλλά περίπτωση κακής επιμέλειας και επιφέρει ακόμη και αφαίρεση της γονικής μέριμνας.
Ο νόμος προβλέπει χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που επιδικάζεται στο θύμα τουλάχιστον 1000 ΕΥΡΩ.
Ειδικότερα ποινικοποιείται:
- η ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη με προβλεπόμενη ποινή φυλάκισης τουλάχιστον 1 έτους
- εάν για την πράξη προκληθεί κίνδυνος για την ζωή ή βαριά σωματική βλάβη προβλέπεται ποινή φυλάκισης τουλάχιστον 2 ετών.
- ενώ εάν επακολουθήσει βαριά σωματική βλάβη ή διανοητική πάθηση το έγκλημα προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα και τιμωρείται με ποινή κάθειρξης μέχρι 10 ετών.
Ιδιαίτερα επιβαρυντική περίπτωση θεωρείται η τέλεση σωματικής βίας σε βάρος εγκύου ή ανήμπορων και ηλικιωμένων προσώπων της οικογένειας.
Επίσης ως κακούργημα ανάγεται η μεθοδευμένη πρόκληση έντονου σωματικού πόνου «βασανισμός» και ποινικοποιείται η πρόκληση τρόμου και ανησυχίας και ο εξαναγκασμός μέλους της οικογένειας με χρήση βίας ή απειλής σε πράξη ή ανοχή πράξης.
Ποινικοποιείται επίσης η προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας μέλους της οικογένειας από άλλο μέλος με ιδιαίτερα ταπεινωτικά λόγια και τιμωρείται με φυλάκιση εως 2 ετών ή και 3 ετών όταν ο παθών είναι ανήλικος.
Ως ποινικό αδίκημα πλέον αντιμετωπίζεται ο βιασμός και οι ασελγείς πράξεις μέσα στον γάμο, ενώ με ιδιαίτερη αυστηρότητα αντιμετωπίζεται η κατάχρηση ανηλίκων σε ασέλγεια. Έτσι ο ενήλικος ο οποίος ενεργεί ασελγείς πράξεις με ανήλικο τον οποίο του έχουν εμπιστευτεί για να τον φυλάσσει ή να τον επιβλέπει έστω και προσωρινά τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών.
Όλα τα ανωτέρω αδικήματα διώκονται ΑΥΤΕΠΑΓΓΕΛΤΑ και εφαρμόζεται η διαδικασία του ΑΥΤΟΦΩΡΟΥ, ενώ ο νομοθέτης λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να διευκολυνθεί η αποκάλυψη του αδικήματος τιμωρώντας την δωροδοκία , την απειλή μάρτυρα ή μέλους της οικογένειας και την άσκηση βίας με σκοπό την παρακώλυση της δικαιοσύνης με προβλεπόμενες αυστηρές ποινές φυλάκισης έως και 3 χρόνια.
Με τον ίδιο νόμο, επίσης, εισάγεται η δυνατότητα να διαταχθεί ως ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ η απαγόρευση του θύτη να προσεγγίζει τους χώρους κατοικίας ή και εργασίας του θύματος καθώς και κατοικίες στενών συγγενών.
Θεσπίστηκε μάλιστα ρύθμιση σύμφωνα με την οποία αν ο παθών είναι ανήλικος η ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ των εν λόγω αδικημάτων αρχίζει από την ενηλικίωση του λόγω της αδυναμίας των ανηλίκων να καταγγέλλουν έγκαιρα πράξεις ενδοοικογενειακής βίας που τελούνται εις βάρος τους.
Τέλος ιδιαίτερη πρόβλεψη υπάρχει για τις υποχρεώσεις των εκπαιδευτικών σχετικά με την καταγγελία πράξεων ενδοοικογενειακής βίας. Παρατηρείται η σχετική υποχρέωση ενημέρωσης του εκπαιδευτικού αν αυτός αντιληφθεί κατά την εκτέλεση του εκπαιδευτικού του έργου ότι έχει διαπραχθεί πράξη ενδοοικογενειακής βίας σε βάρος μαθητή. Η υποχρέωση του εκπαιδευτικού είναι να ενημερώνει αμέσως και χωρίς χρονοτριβή τον Διευθυντή της σχολικής μονάδας, ο οποίος με την σειρά του υποχρεούται να αναφερθεί στον εισαγγελέα ή τις αστυνομικές αρχές. Η ρύθμιση αυτή στοχεύει να ευαισθητοποιήσει αλλά και να ενθαρρύνει όσους εκπαιδευτικούς αντιλήφθηκαν πράξεις ενδοοικογενειακής βίας όχι μόνο από τις δικές του αισθήσεις αλλά και όταν το πληροφορούνται από άλλον, ενώ δε απαιτείται από τον εκπαιδευτικό να μάθει όλες τις λεπτομέρειες του περιστατικού αρκεί και μόνο να θεμελιώνεται υπόνοια ότι ο μαθητής – θύμα υπέστη πράξη βίας ή απειλής ή προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας από μέλος της οικογένειας του. Η υποχρέωση συνίσταται απλώς στην ανακοίνωση της πληροφορίας, ενώ ο νόμος τον απαλλάσσει από οποιονδήποτε συνέπεια (πχ αν δεν αποδεδειχθεί ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη).
Το «σπάσιμο της σιωπής» απέναντι στο φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας, συνιστά πλέον θεσμικό στοιχείο της κοινωνικής ευθύνης όλων μας.